From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ði.pla.siˈa.zo/
Hyphenation: δι‧πλα‧σι‧ά‧ζω
διπλασιάζω • (diplasiázo ) (past διπλασίασα , passive διπλασιάζομαι )
to double
διπλασιάζω διπλασιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διπλασιάζω
διπλασιάσω
διπλασιάζομαι
διπλασιαστώ
2 sg
διπλασιάζεις
διπλασιάσεις
διπλασιάζεσαι
διπλασιαστείς
3 sg
διπλασιάζει
διπλασιάσει
διπλασιάζεται
διπλασιαστεί
1 pl
διπλασιάζουμε , [‑ομε ]
διπλασιάσουμε , [‑ομε ]
διπλασιαζόμαστε
διπλασιαστούμε
2 pl
διπλασιάζετε
διπλασιάσετε
διπλασιάζεστε , διπλασιαζόσαστε
διπλασιαστείτε
3 pl
διπλασιάζουν (ε )
διπλασιάσουν (ε )
διπλασιάζονται
διπλασιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διπλασίαζα
διπλασίασα
διπλασιαζόμουν (α )
διπλασιάστηκα
2 sg
διπλασίαζες
διπλασίασες
διπλασιαζόσουν (α )
διπλασιάστηκες
3 sg
διπλασίαζε
διπλασίασε
διπλασιαζόταν (ε )
διπλασιάστηκε
1 pl
διπλασιάζαμε
διπλασιάσαμε
διπλασιαζόμασταν , (‑όμαστε )
διπλασιαστήκαμε
2 pl
διπλασιάζατε
διπλασιάσατε
διπλασιαζόσασταν , (‑όσαστε )
διπλασιαστήκατε
3 pl
διπλασίαζαν , διπλασιάζαν (ε )
διπλασίασαν , διπλασιάσαν (ε )
διπλασιάζονταν , (διπλασιαζόντουσαν )
διπλασιάστηκαν , διπλασιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διπλασιάζω ➤
θα διπλασιάσω ➤
θα διπλασιάζομαι ➤
θα διπλασιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διπλασιάζεις , …
θα διπλασιάσεις , …
θα διπλασιάζεσαι , …
θα διπλασιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διπλασιάσει έχω, έχεις, … διπλασιασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … διπλασιαστεί είμαι , είσαι , … διπλασιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διπλασιάσει είχα, είχες, … διπλασιασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … διπλασιαστεί ήμουν , ήσουν , … διπλασιασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διπλασιάσει θα έχω, θα έχεις, … διπλασιασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … διπλασιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διπλασιασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διπλασίαζε
διπλασίασε
—
διπλασιάσου
2 pl
διπλασιάζετε
διπλασιάστε
διπλασιάζεστε
διπλασιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διπλασιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας διπλασιάσει ➤
διπλασιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διπλασιάσει
διπλασιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αναδιπλασιάζω ( anadiplasiázo , “ to redouble ” ) διπλά ( diplá , “ twice as much ” , adverb ) διπλασιασμένος ( diplasiasménos , “ doubled ” , adjective ) διπλασιασμός m ( diplasiasmós , “ doubling ” ) διπλασιασμός m ( diplasiasmós , “ doubling ” ) διπλάσιος ( diplásios , “ double, two-fold ” , adjective ) διπλός ( diplós , “ double, two-fold ” , adjective )