διπλασιασμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διπλασιασμός • (diplasiasmós) m (plural διπλασιασμοί)
- doubling (multiply by two)
- (phonetics) gemination
Declension
[edit]Declension of διπλασιασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπλασιασμός • | διπλασιασμοί • |
genitive | διπλασιασμού • | διπλασιασμών • |
accusative | διπλασιασμό • | διπλασιασμούς • |
vocative | διπλασιασμέ • | διπλασιασμοί • |
Related terms
[edit]- see: διπλασιάζω (diplasiázo)