δικαιωματικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from the δικαιωματ- stem of δικαίωμα (dikaíoma) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δικαιωματικός • (dikaiomatikós) m (feminine δικαιωματική, neuter δικαιωματικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δικαιωματικός (dikaiomatikós) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) | |
genitive | δικαιωματικού (dikaiomatikoú) | δικαιωματικής (dikaiomatikís) | δικαιωματικού (dikaiomatikoú) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | |
accusative | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικούς (dikaiomatikoús) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) | |
vocative | δικαιωματικέ (dikaiomatiké) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) |
Derived terms
[edit]- δικαιωματικά (dikaiomatiká, adverb)
References
[edit]- ^ δικαιωματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language