Jump to content

δικαιωματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the δικαιωματ- stem of δικαίωμα (dikaíoma) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.ce.o.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧και‧ω‧μα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

δικαιωματικός (dikaiomatikósm (feminine δικαιωματική, neuter δικαιωματικό)

  1. rightful

Declension

[edit]
Declension of δικαιωματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικαιωματικός (dikaiomatikós) δικαιωματική (dikaiomatikí) δικαιωματικό (dikaiomatikó) δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) δικαιωματικές (dikaiomatikés) δικαιωματικά (dikaiomatiká)
genitive δικαιωματικού (dikaiomatikoú) δικαιωματικής (dikaiomatikís) δικαιωματικού (dikaiomatikoú) δικαιωματικών (dikaiomatikón) δικαιωματικών (dikaiomatikón) δικαιωματικών (dikaiomatikón)
accusative δικαιωματικό (dikaiomatikó) δικαιωματική (dikaiomatikí) δικαιωματικό (dikaiomatikó) δικαιωματικούς (dikaiomatikoús) δικαιωματικές (dikaiomatikés) δικαιωματικά (dikaiomatiká)
vocative δικαιωματικέ (dikaiomatiké) δικαιωματική (dikaiomatikí) δικαιωματικό (dikaiomatikó) δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) δικαιωματικές (dikaiomatikés) δικαιωματικά (dikaiomatiká)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ δικαιωματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language