δικαιωματικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δικαιωματικά • (dikaiomatiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of δικαιωματικός (dikaiomatikós)
Adverb
[edit]δικαιωματικά • (dikaiomatiká)
References
[edit]- δικαιωματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language