Jump to content

διγαμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διγαμία (digamíaf (plural διγαμίες)

  1. bigamy

Declension

[edit]
Declension of διγαμία
singular plural
nominative διγαμία (digamía) διγαμίες (digamíes)
genitive διγαμίας (digamías) διγαμιών (digamión)
accusative διγαμία (digamía) διγαμίες (digamíes)
vocative διγαμία (digamía) διγαμίες (digamíes)
[edit]