διγαμία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διγαμία • (digamía) f (plural διγαμίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διγαμία (digamía) | διγαμίες (digamíes) |
genitive | διγαμίας (digamías) | διγαμιών (digamión) |
accusative | διγαμία (digamía) | διγαμίες (digamíes) |
vocative | διγαμία (digamía) | διγαμίες (digamíes) |
Related terms
[edit]- δίγαμος (dígamos, “bigamous”)