διαφυγή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διαφυγή • (diafygí) f (plural διαφυγές)
- (literal and figurative) escape (from dangerous or unpleasant situation)
- για να εμποδιστεί η διαφυγή του καταζητούμενου ― gia na empodisteí i diafygí tou katazitoúmenou ― preventing the escape of the fugitive
- τη διαφυγή από μια σκληρή γάμο ― ti diafygí apó mia sklirí gámo ― escape from a cruel marriage
- leak (gas, water, radioactivity, etc)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαφυγή (diafygí) | διαφυγές (diafygés) |
genitive | διαφυγής (diafygís) | διαφυγών (diafygón) |
accusative | διαφυγή (diafygí) | διαφυγές (diafygés) |
vocative | διαφυγή (diafygí) | διαφυγές (diafygés) |
Synonyms
[edit]- δραπέτευση f (drapétefsi)
- (from prison): απόδραση f (apódrasi)
- (of gas): διαρροή f (diarroḯ)