Jump to content

διαφυγή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαφυγή (diafygíf (plural διαφυγές)

  1. (literal and figurative) escape (from dangerous or unpleasant situation)
    για να εμποδιστεί η διαφυγή του καταζητούμενουgia na empodisteí i diafygí tou katazitoúmenoupreventing the escape of the fugitive
    τη διαφυγή από μια σκληρή γάμοti diafygí apó mia sklirí gámoescape from a cruel marriage
  2. leak (gas, water, radioactivity, etc)

Declension

[edit]
singular plural
nominative διαφυγή (diafygí) διαφυγές (diafygés)
genitive διαφυγής (diafygís) διαφυγών (diafygón)
accusative διαφυγή (diafygí) διαφυγές (diafygés)
vocative διαφυγή (diafygí) διαφυγές (diafygés)

Synonyms

[edit]