Jump to content

διαφορετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

διαφορά (diaforá) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

διαφορετικός (diaforetikósm (feminine διαφορετική, neuter διαφορετικό)

  1. dissimilar, different

Declension

[edit]
Declension of διαφορετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαφορετικός (diaforetikós) διαφορετική (diaforetikí) διαφορετικό (diaforetikó) διαφορετικοί (diaforetikoí) διαφορετικές (diaforetikés) διαφορετικά (diaforetiká)
genitive διαφορετικού (diaforetikoú) διαφορετικής (diaforetikís) διαφορετικού (diaforetikoú) διαφορετικών (diaforetikón) διαφορετικών (diaforetikón) διαφορετικών (diaforetikón)
accusative διαφορετικό (diaforetikó) διαφορετική (diaforetikí) διαφορετικό (diaforetikó) διαφορετικούς (diaforetikoús) διαφορετικές (diaforetikés) διαφορετικά (diaforetiká)
vocative διαφορετικέ (diaforetiké) διαφορετική (diaforetikí) διαφορετικό (diaforetikó) διαφορετικοί (diaforetikoí) διαφορετικές (diaforetikés) διαφορετικά (diaforetiká)

Synonyms

[edit]
[edit]