Jump to content

άμοιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άμοιαστος (ámoiastosm (feminine άμοιαστη, neuter άμοιαστο)

  1. unlike, unalike, different, dissimilar

Declension

[edit]
Declension of άμοιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμοιαστος (ámoiastos) άμοιαστη (ámoiasti) άμοιαστο (ámoiasto) άμοιαστοι (ámoiastoi) άμοιαστες (ámoiastes) άμοιαστα (ámoiasta)
genitive άμοιαστου (ámoiastou) άμοιαστης (ámoiastis) άμοιαστου (ámoiastou) άμοιαστων (ámoiaston) άμοιαστων (ámoiaston) άμοιαστων (ámoiaston)
accusative άμοιαστο (ámoiasto) άμοιαστη (ámoiasti) άμοιαστο (ámoiasto) άμοιαστους (ámoiastous) άμοιαστες (ámoiastes) άμοιαστα (ámoiasta)
vocative άμοιαστε (ámoiaste) άμοιαστη (ámoiasti) άμοιαστο (ámoiasto) άμοιαστοι (ámoiastoi) άμοιαστες (ámoiastes) άμοιαστα (ámoiasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμοιαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμοιαστος, etc.)

Synonyms

[edit]