διαγωνισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διαγωνισμός • (diagonismós) m (plural διαγωνισμοί)
Declension
[edit]Declension of διαγωνισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαγωνισμός • | διαγωνισμοί • |
genitive | διαγωνισμού • | διαγωνισμών • |
accusative | διαγωνισμό • | διαγωνισμούς • |
vocative | διαγωνισμέ • | διαγωνισμοί • |
Synonyms
[edit]- (examination): εξέταση f (exétasi)
Related terms
[edit]- διαγώνισμα n (diagónisma, “test, examination”)
- διαγωνίζομαι (diagonízomai, “to take an examination”)
- διαγωνιζόμενος m (diagonizómenos, “candidate, examinee, contestant”)
- διαγωνιζόμενη f (diagonizómeni, “candidate, examinee, contestant”)