Jump to content

διαγωνιζόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Participle of διαγωνίζομαι (diagonízomai, to be examined)

Noun

[edit]

διαγωνιζόμενος (diagonizómenosm (plural διαγωνιζόμενοι, feminine διαγωνιζόμενη)

  1. contestant
  2. candidate (for examination)

Declension

[edit]
Declension of διαγωνιζόμενος
singular plural
nominative διαγωνιζόμενος (diagonizómenos) διαγωνιζόμενοι (diagonizómenoi)
genitive διαγωνιζόμενου (diagonizómenou)
διαγωνιζομένου (diagonizoménou)
διαγωνιζόμενων (diagonizómenon)
διαγωνιζομένων (diagonizoménon)
accusative διαγωνιζόμενο (diagonizómeno) διαγωνιζόμενους (diagonizómenous)
διαγωνιζομένους (diagonizoménous)
vocative διαγωνιζόμενε (diagonizómene) διαγωνιζόμενοι (diagonizómenoi)

Second forms are formal. 

[edit]