διάχυτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek διάχυτος (diákhutos), from the διαχυ- stem of Ancient Greek διαχέω (diakhéō) +‎ -τος (-tos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðiˈa.çi.tos/
  • Hyphenation: δι‧ά‧χυ‧τος

Adjective

[edit]

διάχυτος (diáchytosm (feminine διάχυτη, neuter διάχυτο)

  1. diffuse
  2. pervasive, widespread

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διάχυτος (diáchytos) διάχυτη (diáchyti) διάχυτο (diáchyto) διάχυτοι (diáchytoi) διάχυτες (diáchytes) διάχυτα (diáchyta)
genitive διάχυτου (diáchytou) διάχυτης (diáchytis) διάχυτου (diáchytou) διάχυτων (diáchyton) διάχυτων (diáchyton) διάχυτων (diáchyton)
accusative διάχυτο (diáchyto) διάχυτη (diáchyti) διάχυτο (diáchyto) διάχυτους (diáchytous) διάχυτες (diáchytes) διάχυτα (diáchyta)
vocative διάχυτε (diáchyte) διάχυτη (diáchyti) διάχυτο (diáchyto) διάχυτοι (diáchytoi) διάχυτες (diáchytes) διάχυτα (diáchyta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διάχυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διάχυτος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ διάχυτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language