δημιουργικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from δημιουργικός (dimiourgikós) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δημιουργικότητα • (dimiourgikótita) f (plural δημιουργικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημιουργικότητα (dimiourgikótita) | δημιουργικότητες (dimiourgikótites) |
genitive | δημιουργικότητας (dimiourgikótitas) | δημιουργικοτήτων (dimiourgikotíton) |
accusative | δημιουργικότητα (dimiourgikótita) | δημιουργικότητες (dimiourgikótites) |
vocative | δημιουργικότητα (dimiourgikótita) | δημιουργικότητες (dimiourgikótites) |
Related terms
[edit]- see: δημιουργός m (dimiourgós)
References
[edit]- ^ δημιουργικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language