δεδικασμένο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δεδικασμένο • (dedikasméno) n (plural δεδικασμένα)
Declension
[edit]Declension of δεδικασμένο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεδικασμένο • | δεδικασμένα • |
genitive | δεδικασμένου • | δεδικασμένων • |
accusative | δεδικασμένο • | δεδικασμένα • |
vocative | δεδικασμένο • | δεδικασμένα • |
Synonyms
[edit]- προηγούμενο n (proïgoúmeno)