δανειολήπτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δανειολήπτρια • (daneiolíptria) f (plural δανειολήπτριες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δανειολήπτρια (daneiolíptria) | δανειολήπτριες (daneiolíptries) |
genitive | δανειολήπτριας (daneiolíptrias) | δανειοληπτριών (daneioliptrión) |
accusative | δανειολήπτρια (daneiolíptria) | δανειολήπτριες (daneiolíptries) |
vocative | δανειολήπτρια (daneiolíptria) | δανειολήπτριες (daneiolíptries) |
Related terms
[edit]- δανειολήπτης m (daneiolíptis, “borrower”)
- δανειστής m (daneistís, “lender”)
- δανείστρια f (daneístria, “lender”)