Jump to content

δανειολήπτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δανειολήπτης (daneiolíptism (plural δανειολήπτες)

  1. borrower

Declension

[edit]
Declension of δανειολήπτης
singular plural
nominative δανειολήπτης (daneiolíptis) δανειολήπτες (daneiolíptes)
genitive δανειολήπτη (daneiolípti) δανειοληπτών (daneioliptón)
accusative δανειολήπτη (daneiolípti) δανειολήπτες (daneiolíptes)
vocative δανειολήπτη (daneiolípti) δανειολήπτες (daneiolíptes)
[edit]