Jump to content

γεροντότερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝe.ɾonˈdo.te.ɾos/
  • Hyphenation: γε‧ρο‧ντό‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

γεροντότερος (gerontóterosm (feminine γεροντότερη, neuter γεροντότερο)

  1. (irregular comparative adjective) older [1]
    Synonym: (formal) γηραιότερος (giraióteros)

Usage notes

[edit]

Declension

[edit]

There is no absolute superlative form.
Not to conufse with term γερότερος ("stronger, more sturdy"), comparative of γερός (gerós).

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γεροντότερος (gerontóteros) γεροντότερη (gerontóteri) γεροντότερο (gerontótero) γεροντότεροι (gerontóteroi) γεροντότερες (gerontóteres) γεροντότερα (gerontótera)
genitive γεροντότερου (gerontóterou) γεροντότερης (gerontóteris) γεροντότερου (gerontóterou) γεροντότερων (gerontóteron) γεροντότερων (gerontóteron) γεροντότερων (gerontóteron)
accusative γεροντότερο (gerontótero) γεροντότερη (gerontóteri) γεροντότερο (gerontótero) γεροντότερους (gerontóterous) γεροντότερες (gerontóteres) γεροντότερα (gerontótera)
vocative γεροντότερε (gerontótere) γεροντότερη (gerontóteri) γεροντότερο (gerontótero) γεροντότεροι (gerontóteroi) γεροντότερες (gerontóteres) γεροντότερα (gerontótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο γεροντότερος", etc)

References

[edit]
  1. ^ γέροντας, γέρος (ως επίθ.) [as adjective], in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ Grammar for Neo-Hellenic language for Gymnasium [school textbook] by Sofronis Chatzisavvidis, Athanasia Chatzisavvidou, Επίθετα (Adjectives), see Table A. irregular degrees