γεροντότερος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]γεροντότερος • (gerontóteros) m (feminine γεροντότερη, neuter γεροντότερο)
- (irregular comparative adjective) older [1]
- Synonym: (formal) γηραιότερος (giraióteros)
Usage notes
[edit]- Irregular comparative adjective for nouns in adjectival use, with sense "old person" e.g. γέροντας m (gérontas, “elder, old man”) & γέρος (géros), γερόντισσα f (geróntissa, “old woman”) & γριά (griá)[2]
The stem is γεροντ- + -ότερος (-óteros).
Declension
[edit]There is no absolute superlative form.
Not to conufse with term γερότερος ("stronger, more sturdy"), comparative of γερός (gerós).
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεροντότερος • | γεροντότερη • | γεροντότερο • | γεροντότεροι • | γεροντότερες • | γεροντότερα • |
genitive | γεροντότερου • | γεροντότερης • | γεροντότερου • | γεροντότερων • | γεροντότερων • | γεροντότερων • |
accusative | γεροντότερο • | γεροντότερη • | γεροντότερο • | γεροντότερους • | γεροντότερες • | γεροντότερα • |
vocative | γεροντότερε • | γεροντότερη • | γεροντότερο • | γεροντότεροι • | γεροντότερες • | γεροντότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο γεροντότερος", etc) |
References
[edit]- ^ γέροντας, γέρος (ως επίθ.) [as adjective], in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ Grammar for Neo-Hellenic language for Gymnasium [school textbook] by Sofronis Chatzisavvidis, Athanasia Chatzisavvidou, Επίθετα (Adjectives), see Table A. irregular degrees