γαρύφαλλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- γαρύφαλο (garýfalo)
- (colloquial): γαρούφαλο (garoúfalo)
- (colloquial): γαρούφαλλο (garoúfallo)
Noun
[edit]γαρύφαλλο • (garýfallo) n (plural γαρύφαλλα)
Declension
[edit]Declension of γαρύφαλλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαρύφαλλο • | γαρύφαλλα • |
genitive | γαρυφάλλου •, γαρύφαλλου • | γαρυφάλλων •, γαρύφαλλων • |
accusative | γαρύφαλλο • | γαρύφαλλα • |
vocative | γαρύφαλλο • | γαρύφαλλα • |
Synonyms
[edit]- (clove, carnation): καρυοφύλλι n (karyofýlli), καρυόφυλλο n (karyófyllo)
Related terms
[edit]- γαριφαλόδενδρο n (garifalódendro, “clove bush”)
- μοσχοκάρφι n (moschokárfi, “piece of dried clove”)
See also
[edit]- σκελίδα f (skelída, “clove of garlic”)
Further reading
[edit]- γαρύφαλλο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el