γαρούφαλο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γαρούφαλο (garoúfalon (plural γαρούφαλα)

  1. (colloquial) Alternative form of γαρύφαλλο (garýfallo)

Declension

[edit]
singular plural
nominative γαρούφαλο (garoúfalo) γαρούφαλα (garoúfala)
genitive γαρουφάλου (garoufálou)
γαρούφαλου (garoúfalou)
γαρουφάλων (garoufálon)
γαρούφαλων (garoúfalon)
accusative γαρούφαλο (garoúfalo) γαρούφαλα (garoúfala)
vocative γαρούφαλο (garoúfalo) γαρούφαλα (garoúfala)