Jump to content

γαμπριάτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

γαμπριάτικος (gampriátikosm (feminine γαμπριάτικη, neuter γαμπριάτικο)

  1. of the bridegroom

Declension

[edit]
Declension of γαμπριάτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαμπριάτικος (gampriátikos) γαμπριάτικη (gampriátiki) γαμπριάτικο (gampriátiko) γαμπριάτικοι (gampriátikoi) γαμπριάτικες (gampriátikes) γαμπριάτικα (gampriátika)
genitive γαμπριάτικου (gampriátikou) γαμπριάτικης (gampriátikis) γαμπριάτικου (gampriátikou) γαμπριάτικων (gampriátikon) γαμπριάτικων (gampriátikon) γαμπριάτικων (gampriátikon)
accusative γαμπριάτικο (gampriátiko) γαμπριάτικη (gampriátiki) γαμπριάτικο (gampriátiko) γαμπριάτικους (gampriátikous) γαμπριάτικες (gampriátikes) γαμπριάτικα (gampriátika)
vocative γαμπριάτικε (gampriátike) γαμπριάτικη (gampriátiki) γαμπριάτικο (gampriátiko) γαμπριάτικοι (gampriátikoi) γαμπριάτικες (gampriátikes) γαμπριάτικα (gampriátika)
[edit]