Jump to content

γαμβριάτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γαμβριάτικος (gamvriátikosm (feminine γαμβριάτικη, neuter γαμβριάτικο)

  1. (uncommon) Alternative form of γαμπριάτικος (gampriátikos)

Declension

[edit]
Declension of γαμβριάτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαμβριάτικος (gamvriátikos) γαμβριάτικη (gamvriátiki) γαμβριάτικο (gamvriátiko) γαμβριάτικοι (gamvriátikoi) γαμβριάτικες (gamvriátikes) γαμβριάτικα (gamvriátika)
genitive γαμβριάτικου (gamvriátikou) γαμβριάτικης (gamvriátikis) γαμβριάτικου (gamvriátikou) γαμβριάτικων (gamvriátikon) γαμβριάτικων (gamvriátikon) γαμβριάτικων (gamvriátikon)
accusative γαμβριάτικο (gamvriátiko) γαμβριάτικη (gamvriátiki) γαμβριάτικο (gamvriátiko) γαμβριάτικους (gamvriátikous) γαμβριάτικες (gamvriátikes) γαμβριάτικα (gamvriátika)
vocative γαμβριάτικε (gamvriátike) γαμβριάτικη (gamvriátiki) γαμβριάτικο (gamvriátiko) γαμβριάτικοι (gamvriátikoi) γαμβριάτικες (gamvriátikes) γαμβριάτικα (gamvriátika)