Jump to content

γαλλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γαλλικός (gallikósm (feminine γαλλική, neuter γαλλικό)

  1. French, Gallic

Declension

[edit]
Declension of γαλλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαλλικός (gallikós) γαλλική (gallikí) γαλλικό (gallikó) γαλλικοί (gallikoí) γαλλικές (gallikés) γαλλικά (galliká)
genitive γαλλικού (gallikoú) γαλλικής (gallikís) γαλλικού (gallikoú) γαλλικών (gallikón) γαλλικών (gallikón) γαλλικών (gallikón)
accusative γαλλικό (gallikó) γαλλική (gallikí) γαλλικό (gallikó) γαλλικούς (gallikoús) γαλλικές (gallikés) γαλλικά (galliká)
vocative γαλλικέ (galliké) γαλλική (gallikí) γαλλικό (gallikó) γαλλικοί (gallikoí) γαλλικές (gallikés) γαλλικά (galliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλλικός, etc.)

[edit]