γαλλικά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]γαλλικά • (galliká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of γαλλικός (gallikós).
Noun
[edit]γαλλικά • (galliká) n pl
Declension
[edit] γαλλικά
case \ number | plural |
---|---|
nominative | γαλλικά • |
genitive | γαλλικών • |
accusative | γαλλικά • |
vocative | γαλλικά • |
Synonyms
[edit]- γαλλ. (gall.) (abbreviation)
Related terms
[edit]- see: Γαλλία f (Gallía, “France”)
- στρίβω / την κάνω αλά γαλλικά (strívo / tin káno alá galliká, “take the French leave”)
Further reading
[edit]- γαλλικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el