βρομόκαιρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βρωμόκαιρος (vromókairos)
Etymology
[edit]βρομό- (vromó-, “dirty”) + καιρός (kairós, “weather”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βρομόκαιρος • (vromókairos) m (plural βρομόκαιροι)
- (colloquial) lousy weather (bad weather in general, rain etc)
- Τί βρομόκαιρος αυτός· μια φυσάει, μια βρέχει!
- Tí vromókairos aftós; mia fysáei, mia vréchei!
- What horrible weather; wind one minute, rain the next!
Declension
[edit]Declension of βρομόκαιρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βρομόκαιρος • | βρομόκαιροι • |
genitive | βρομόκαιρου • | βρομόκαιρων • |
accusative | βρομόκαιρο • | βρομόκαιρους • |
vocative | βρομόκαιρε • | βρομόκαιροι • |
Synonyms
[edit]- παλιόκαιρος m (paliókairos)
- κακοκαιρία f (kakokairía)
Antonyms
[edit]- καλοκαιρία f (kalokairía, “fair weather”)