βρομόκαιροι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βρομώκαιροι (vromókairoi)
Noun
[edit]βρομόκαιροι • (vromókairoi) m
- Nominative and vocative plural form of βρομόκαιρος (vromókairos).
βρομόκαιροι • (vromókairoi) m