κακοκαιρία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κακο- (kako-) + καιρ(ός) (kair(ós)) + -ιά (-iá).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κακοκαιρία • (kakokairía) f
- bad weather
- Antonym: καλοκαιρία f (kalokairía)
Declension
[edit]Declension of κακοκαιρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κακοκαιρία • | κακοκαιρίες • |
genitive | κακοκαιρίας • | κακοκαιριών • |
accusative | κακοκαιρία • | κακοκαιρίες • |
vocative | κακοκαιρία • | κακοκαιρίες • |
Related terms
[edit]- καλοκαιρία f (kalokairía)
References
[edit]- ^ κακοκαιρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language