βρεφοκομείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]βρέφος (vréfos, “infant”) + -κομείο (-komeío). First attested 1862.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βρεφοκομείο • (vrefokomeío) n (plural βρεφοκομεία)
- (medicine) foundling hospital (hospital and care facility for babies that have been abandoned by their mothers)
- Ο Γιάννης πέρασε τα πρώτα του χρόνια σ' ένα βρεφοκομείο.
- O Giánnis pérase ta próta tou chrónia s' éna vrefokomeío.
- Giannis spent his first years in a foundling hospital.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βρεφοκομείο (vrefokomeío) | βρεφοκομεία (vrefokomeía) |
genitive | βρεφοκομείου (vrefokomeíou) | βρεφοκομείων (vrefokomeíon) |
accusative | βρεφοκομείο (vrefokomeío) | βρεφοκομεία (vrefokomeía) |
vocative | βρεφοκομείο (vrefokomeío) | βρεφοκομεία (vrefokomeía) |
Synonyms
[edit]- ορφανοτροφείο n (orfanotrofeío, “orphanage”)
Derived terms
[edit]- βρεφοκομία f (vrefokomía, “infant care, baby nursing”)
- βρεφοκόμος m or f (vrefokómos, “baby nurse”)
- βρεφοκομώ (vrefokomó, “to nurse babies”)
Related terms
[edit]- έκθετο n (éktheto, “foundling”)