Jump to content

βραδινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from βράδυ n (vrády, evening)

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

βραδινός (vradinósm (feminine βραδινή, neuter βραδινό)

  1. of the evening or night
    Synonym: αποσπερνός (apospernós)

Declension

[edit]
Declension of βραδινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βραδινός (vradinós) βραδινή (vradiní) βραδινό (vradinó) βραδινοί (vradinoí) βραδινές (vradinés) βραδινά (vradiná)
genitive βραδινού (vradinoú) βραδινής (vradinís) βραδινού (vradinoú) βραδινών (vradinón) βραδινών (vradinón) βραδινών (vradinón)
accusative βραδινό (vradinó) βραδινή (vradiní) βραδινό (vradinó) βραδινούς (vradinoús) βραδινές (vradinés) βραδινά (vradiná)
vocative βραδινέ (vradiné) βραδινή (vradiní) βραδινό (vradinó) βραδινοί (vradinoí) βραδινές (vradinés) βραδινά (vradiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραδινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραδινός, etc.)

Derived terms

[edit]