Jump to content

αποσπερνός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποσπερνός (apospernósm (feminine αποσπερνή, neuter αποσπερνό)

  1. evening
    Synonym: βραδινός (vradinós)

Declension

[edit]
Declension of αποσπερνός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσπερνός (apospernós) αποσπερνή (aposperní) αποσπερνό (apospernó) αποσπερνοί (apospernoí) αποσπερνές (apospernés) αποσπερνά (aposperná)
genitive αποσπερνού (apospernoú) αποσπερνής (apospernís) αποσπερνού (apospernoú) αποσπερνών (apospernón) αποσπερνών (apospernón) αποσπερνών (apospernón)
accusative αποσπερνό (apospernó) αποσπερνή (aposperní) αποσπερνό (apospernó) αποσπερνούς (apospernoús) αποσπερνές (apospernés) αποσπερνά (aposperná)
vocative αποσπερνέ (aposperné) αποσπερνή (aposperní) αποσπερνό (apospernó) αποσπερνοί (apospernoí) αποσπερνές (apospernés) αποσπερνά (aposperná)
[edit]

Further reading

[edit]