Jump to content

βοϊδινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βοϊδινός (voïdinósm (feminine βοϊδινή, neuter βοϊδινό)

  1. Alternative form of βοδινός (vodinós)

Declension

[edit]
Declension of βοϊδινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βοϊδινός (voïdinós) βοϊδινή (voïdiní) βοϊδινό (voïdinó) βοϊδινοί (voïdinoí) βοϊδινές (voïdinés) βοϊδινά (voïdiná)
genitive βοϊδινού (voïdinoú) βοϊδινής (voïdinís) βοϊδινού (voïdinoú) βοϊδινών (voïdinón) βοϊδινών (voïdinón) βοϊδινών (voïdinón)
accusative βοϊδινό (voïdinó) βοϊδινή (voïdiní) βοϊδινό (voïdinó) βοϊδινούς (voïdinoús) βοϊδινές (voïdinés) βοϊδινά (voïdiná)
vocative βοϊδινέ (voïdiné) βοϊδινή (voïdiní) βοϊδινό (voïdinó) βοϊδινοί (voïdinoí) βοϊδινές (voïdinés) βοϊδινά (voïdiná)