Jump to content

βοδινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Related to or derived from βόδι (vódi, ox).

Adjective

[edit]

βοδινός (vodinósm (feminine βοδινή, neuter βοδινό)

  1. bovine, beef

Declension

[edit]
Declension of βοδινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βοδινός (vodinós) βοδινή (vodiní) βοδινό (vodinó) βοδινοί (vodinoí) βοδινές (vodinés) βοδινά (vodiná)
genitive βοδινού (vodinoú) βοδινής (vodinís) βοδινού (vodinoú) βοδινών (vodinón) βοδινών (vodinón) βοδινών (vodinón)
accusative βοδινό (vodinó) βοδινή (vodiní) βοδινό (vodinó) βοδινούς (vodinoús) βοδινές (vodinés) βοδινά (vodiná)
vocative βοδινέ (vodiné) βοδινή (vodiní) βοδινό (vodinó) βοδινοί (vodinoí) βοδινές (vodinés) βοδινά (vodiná)
[edit]