βοδινός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βοϊδινός (voïdinós)
Etymology
[edit]Related to or derived from βόδι (vódi, “ox”).
Adjective
[edit]βοδινός • (vodinós) m (feminine βοδινή, neuter βοδινό)
Declension
[edit]Declension of βοδινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοδινός • | βοδινή • | βοδινό • | βοδινοί • | βοδινές • | βοδινά • |
genitive | βοδινού • | βοδινής • | βοδινού • | βοδινών • | βοδινών • | βοδινών • |
accusative | βοδινό • | βοδινή • | βοδινό • | βοδινούς • | βοδινές • | βοδινά • |
vocative | βοδινέ • | βοδινή • | βοδινό • | βοδινοί • | βοδινές • | βοδινά • |
Related terms
[edit]- βοδινό n (vodinó, “beef”)