βοηθάω
Jump to navigation
Jump to search
See also: βοηθέω
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βοηθώ (voïthó) (less frequent)
Etymology
[edit]From the modern βοηθώ (voïthó) + -άω, from Ancient Greek βοηθῶ (boēthô), contracted form of βοηθέω (boēthéō), from βοηθός (boēthós).
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /vo.iˈθa.o/
- Hyphenation: βο‧η‧θά‧ω
- IPA(key): /voi̯ˈθa.o/ with synizesis of two syllables [o] [i] to one: [oi̯] (less formal)
- Hyphenation: βοη‧θά‧ω
Verb
[edit]βοηθάω/βοηθώ • (voïtháo/voïthó) (past βοήθησα, passive βοηθιέμαι/βοηθούμαι, p‑past βοηθήθηκα, ppp βοηθημένος)
- to help, aid
- to contribute to/towards
Usage notes
[edit]Conjugation
[edit]βοηθάω / βοηθώ, βοηθιέμαι & βοηθούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βοηθάω, βοηθώ | βοηθήσω | βοηθιέμαι - βοηθούμαι1 | βοηθηθώ |
2 sg | βοηθάς | βοηθήσεις | βοηθιέσαι - βοηθείσαι | βοηθηθείς |
3 sg | βοηθάει, βοηθά | βοηθήσει | βοηθιέται - βοηθείται | βοηθηθεί |
1 pl | βοηθάμε, βοηθούμε | βοηθήσουμε, [‑ομε] | βοηθιόμαστε - βοηθούμαστε | βοηθηθούμε |
2 pl | βοηθάτε | βοηθήσετε | βοηθιέστε, (‑ιόσαστε) - βοηθείστε, {βοηθείσθε} | βοηθηθείτε |
3 pl | βοηθάνε, βοηθάν, βοηθούν(ε) | βοηθήσουν(ε) | βοηθιούνται, (‑ιόνται) - βοηθούνται | βοηθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βοηθούσα, βοήθαγα | βοήθησα / βόηθησα | βοηθιόμουν(α) - [βοηθούμουν]1 2 | βοηθήθηκα |
2 sg | βοηθούσες, βοήθαγες | βοήθησες / βόηθησες | βοηθιόσουν(α) - [βοηθούσουν]2 | βοηθήθηκες |
3 sg | βοηθούσε, βοήθαγε | βοήθησε / βόηθησε | βοηθιόταν(ε) - βοηθούνταν, {(ε)βοηθείτο} | βοηθήθηκε |
1 pl | βοηθούσαμε, βοηθάγαμε | βοηθήσαμε | βοηθιόμασταν, (‑ιόμαστε) - βοηθούμασταν, (‑ούμαστε) | βοηθηθήκαμε |
2 pl | βοηθούσατε, βοηθάγατε | βοηθήσατε | βοηθιόσασταν, (‑ιόσαστε) - [βοηθούσασταν, (‑ούσαστε)]2 | βοηθηθήκατε |
3 pl | βοηθούσαν(ε), βοήθαγαν, (βοηθάγανε) | βοήθησαν, βοηθήσαν(ε), βόηθησα / βόηθησαν | βοηθιόνταν(ε), βοηθιόντουσαν, βοηθιούνταν - βοηθούνταν, {(ε)βοηθούντο} | βοηθήθηκαν, βοηθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βοηθάω, θα βοηθώ ➤ | θα βοηθήσω ➤ | θα βοηθιέμαι - βοηθούμαι ➤ | θα βοηθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βοηθάς, … | θα βοηθήσεις, … | θα βοηθιέσαι - βοηθείσαι, … | θα βοηθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βοηθήσει έχω, έχεις, … βοηθημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βοηθηθεί είμαι, είσαι, … βοηθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βοηθήσει είχα, είχες, … βοηθημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βοηθηθεί ήμουν, ήσουν, … βοηθημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βοηθήσει θα έχω, θα έχεις, … βοηθημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βοηθηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βοηθημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βοήθα, βοήθαγε / βόηθα, βόηθαγε | βοήθησε, βοήθα | — | βοηθήσου |
2 pl | βοηθάτε - βοηθείτε | βοηθήστε | βοηθιέστε - βοηθείστε, {βοηθείσθε} | βοηθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βοηθώντας ➤ | βοηθούμενος, -η, -ο1 ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βοηθήσει ➤ | βοηθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βοηθήσει | βοηθηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A for active and passive voice (with -ώ, -άς, -άς & -ιέμαι endings), but also Class B for passive voice (with -ούμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αλληλοβοηθούμαι (allilovoïthoúmai, “help each other”)
- βοήθεια f (voḯtheia, “help”)
- βοηθούμενος (voïthoúmenos, “one who is being helped”, passive present participle)
- υποβοηθούμενος (ypovoïthoúmenos, “one who is being assisted”, passive present participle)
- υποβοηθώ (ypovoïthó, “assist, support”)
- and see: βοηθός m (voïthós, “assistant”)