Jump to content

βιοτεχνία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French biotechnie.

Noun

[edit]

βιοτεχνία (viotechníaf (plural βιοτεχνίες)

  1. small or family industry, handicraft, artisanship

Declension

[edit]
Declension of βιοτεχνία
singular plural
nominative βιοτεχνία (viotechnía) βιοτεχνίες (viotechníes)
genitive βιοτεχνίας (viotechnías) βιοτεχνιών (viotechnión)
accusative βιοτεχνία (viotechnía) βιοτεχνίες (viotechníes)
vocative βιοτεχνία (viotechnía) βιοτεχνίες (viotechníes)
[edit]