Jump to content

βιοτέχνης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιοτέχνης (viotéchnism (plural βιοτέχνες, feminine βιοτέχνισσα or βιοτέχνιδα)

  1. craftsman, artisan, tradesman

Declension

[edit]
Declension of βιοτέχνης
singular plural
nominative βιοτέχνης (viotéchnis) βιοτέχνες (viotéchnes)
genitive βιοτέχνη (viotéchni) βιοτεχνών (viotechnón)
accusative βιοτέχνη (viotéchni) βιοτέχνες (viotéchnes)
vocative βιοτέχνη (viotéchni) βιοτέχνες (viotéchnes)
[edit]