βιοτέχνης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βιοτέχνης • (viotéchnis) m (plural βιοτέχνες, feminine βιοτέχνισσα or βιοτέχνιδα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιοτέχνης (viotéchnis) | βιοτέχνες (viotéchnes) |
genitive | βιοτέχνη (viotéchni) | βιοτεχνών (viotechnón) |
accusative | βιοτέχνη (viotéchni) | βιοτέχνες (viotéchnes) |
vocative | βιοτέχνη (viotéchni) | βιοτέχνες (viotéchnes) |
Related terms
[edit]- βιοτεχνία f (viotechnía, “small industry, handicraft”)