βιολίστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βιολίστρια • (violístria) f (plural βιολίστριες, masculine βιολιστής or βιολονίστας)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιολίστρια (violístria) | βιολίστριες (violístries) |
genitive | βιολίστριας (violístrias) | βιολιστριών (violistrión) |
accusative | βιολίστρια (violístria) | βιολίστριες (violístries) |
vocative | βιολίστρια (violístria) | βιολίστριες (violístries) |
Synonyms
[edit]- βιολονίστρια f (violonístria)
Related terms
[edit]- βιολί n (violí, “violin”)