Jump to content

βιολιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

βιολί (violí, violin) +‎ -ιστής (-istís, -ist, -er).

Noun

[edit]

βιολιστής (violistísm (plural βιολιστές, feminine βιολίστρια or βιολονίστρια)

  1. violinist

Declension

[edit]
Declension of βιολιστής
singular plural
nominative βιολιστής (violistís) βιολιστές (violistés)
genitive βιολιστή (violistí) βιολιστών (violistón)
accusative βιολιστή (violistí) βιολιστές (violistés)
vocative βιολιστή (violistí) βιολιστές (violistés)

Synonyms

[edit]