Jump to content

βαμβακερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from βαμβάκι (vamváki, cotton)

Adjective

[edit]

βαμβακερός (vamvakerósm (feminine βαμβακερή, neuter βαμβακερό)

  1. cotton
    κλωστή βαμβακερή   (cotton thread)
    βαμβακερές μπλούζες   (cotton shirts)

Declension

[edit]
Declension of βαμβακερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαμβακερός (vamvakerós) βαμβακερή (vamvakerí) βαμβακερό (vamvakeró) βαμβακεροί (vamvakeroí) βαμβακερές (vamvakerés) βαμβακερά (vamvakerá)
genitive βαμβακερού (vamvakeroú) βαμβακερής (vamvakerís) βαμβακερού (vamvakeroú) βαμβακερών (vamvakerón) βαμβακερών (vamvakerón) βαμβακερών (vamvakerón)
accusative βαμβακερό (vamvakeró) βαμβακερή (vamvakerí) βαμβακερό (vamvakeró) βαμβακερούς (vamvakeroús) βαμβακερές (vamvakerés) βαμβακερά (vamvakerá)
vocative βαμβακερέ (vamvakeré) βαμβακερή (vamvakerí) βαμβακερό (vamvakeró) βαμβακεροί (vamvakeroí) βαμβακερές (vamvakerés) βαμβακερά (vamvakerá)