βαμβακερά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βαμβακερά • (vamvakerá)
- nominative neuter plural of βαμβακερός (vamvakerós)
- accusative neuter plural of βαμβακερός (vamvakerós)
- vocative neuter plural of βαμβακερός (vamvakerós)
βαμβακερά • (vamvakerá)