Jump to content

αόρατος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀόρατος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀόρατος (aóratos).

Adjective

[edit]

αόρατος (aóratosm (feminine αόρατη, neuter αόρατο)

  1. invisible, unseen

Declension

[edit]
Declension of αόρατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αόρατος (aóratos) αόρατη (aórati) αόρατο (aórato) αόρατοι (aóratoi) αόρατες (aórates) αόρατα (aórata)
genitive αόρατου (aóratou) αόρατης (aóratis) αόρατου (aóratou) αόρατων (aóraton) αόρατων (aóraton) αόρατων (aóraton)
accusative αόρατο (aórato) αόρατη (aórati) αόρατο (aórato) αόρατους (aóratous) αόρατες (aórates) αόρατα (aórata)
vocative αόρατε (aórate) αόρατη (aórati) αόρατο (aórato) αόρατοι (aóratoi) αόρατες (aórates) αόρατα (aórata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αόρατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αόρατος, etc.)