αχαμνός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αχαμνός (achamnósm (feminine αχαμνή, neuter αχαμνό)

  1. (rare) of humble origins, lowly
  2. having a weak constitution
  3. skinny, scrawny, thin
  4. (colloquial) soft

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αχαμνός (achamnós) αχαμνή (achamní) αχαμνό (achamnó) αχαμνοί (achamnoí) αχαμνές (achamnés) αχαμνά (achamná)
genitive αχαμνού (achamnoú) αχαμνής (achamnís) αχαμνού (achamnoú) αχαμνών (achamnón) αχαμνών (achamnón) αχαμνών (achamnón)
accusative αχαμνό (achamnó) αχαμνή (achamní) αχαμνό (achamnó) αχαμνούς (achamnoús) αχαμνές (achamnés) αχαμνά (achamná)
vocative αχαμνέ (achamné) αχαμνή (achamní) αχαμνό (achamnó) αχαμνοί (achamnoí) αχαμνές (achamnés) αχαμνά (achamná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αχαμνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αχαμνός, etc.)