Jump to content

αφροδισιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αφροδισιακός (afrodisiakósm (feminine αφροδισιακή, neuter αφροδισιακό)

  1. aphrodisiac
    Antonym: αντιαφροδισιακός (antiafrodisiakós)

Declension

[edit]
Declension of αφροδισιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφροδισιακός (afrodisiakós) αφροδισιακή (afrodisiakí) αφροδισιακό (afrodisiakó) αφροδισιακοί (afrodisiakoí) αφροδισιακές (afrodisiakés) αφροδισιακά (afrodisiaká)
genitive αφροδισιακού (afrodisiakoú) αφροδισιακής (afrodisiakís) αφροδισιακού (afrodisiakoú) αφροδισιακών (afrodisiakón) αφροδισιακών (afrodisiakón) αφροδισιακών (afrodisiakón)
accusative αφροδισιακό (afrodisiakó) αφροδισιακή (afrodisiakí) αφροδισιακό (afrodisiakó) αφροδισιακούς (afrodisiakoús) αφροδισιακές (afrodisiakés) αφροδισιακά (afrodisiaká)
vocative αφροδισιακέ (afrodisiaké) αφροδισιακή (afrodisiakí) αφροδισιακό (afrodisiakó) αφροδισιακοί (afrodisiakoí) αφροδισιακές (afrodisiakés) αφροδισιακά (afrodisiaká)
[edit]