Jump to content

αντιαφροδισιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαφροδισιακός (antiafrodisiakósm (feminine αντιαφροδισιακή, neuter αντιαφροδισιακό)

  1. antiaphrodisiac
    Antonym: αφροδισιακός (afrodisiakós)

Declension

[edit]
Declension of αντιαφροδισιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαφροδισιακός (antiafrodisiakós) αντιαφροδισιακή (antiafrodisiakí) αντιαφροδισιακό (antiafrodisiakó) αντιαφροδισιακοί (antiafrodisiakoí) αντιαφροδισιακές (antiafrodisiakés) αντιαφροδισιακά (antiafrodisiaká)
genitive αντιαφροδισιακού (antiafrodisiakoú) αντιαφροδισιακής (antiafrodisiakís) αντιαφροδισιακού (antiafrodisiakoú) αντιαφροδισιακών (antiafrodisiakón) αντιαφροδισιακών (antiafrodisiakón) αντιαφροδισιακών (antiafrodisiakón)
accusative αντιαφροδισιακό (antiafrodisiakó) αντιαφροδισιακή (antiafrodisiakí) αντιαφροδισιακό (antiafrodisiakó) αντιαφροδισιακούς (antiafrodisiakoús) αντιαφροδισιακές (antiafrodisiakés) αντιαφροδισιακά (antiafrodisiaká)
vocative αντιαφροδισιακέ (antiafrodisiaké) αντιαφροδισιακή (antiafrodisiakí) αντιαφροδισιακό (antiafrodisiakó) αντιαφροδισιακοί (antiafrodisiakoí) αντιαφροδισιακές (antiafrodisiakés) αντιαφροδισιακά (antiafrodisiaká)
[edit]