αφαιρετική
Appearance
See also: ἀφαιρετική
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀφαιρετική (aphairetikḗ).
Noun
[edit]αφαιρετική • (afairetikí) f (plural αφαιρετικές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφαιρετική (afairetikí) | αφαιρετικές (afairetikés) |
genitive | αφαιρετικής (afairetikís) | αφαιρετικών (afairetikón) |
accusative | αφαιρετική (afairetikí) | αφαιρετικές (afairetikés) |
vocative | αφαιρετική (afairetikí) | αφαιρετικές (afairetikés) |
See also
[edit]- see: πτώση f (ptósi, “case”)
Adjective
[edit]αφαιρετική • (afairetikí)
- nominative/accusative/vocative feminine singular of αφαιρετικός (afairetikós)