αυτοδιάθεση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αυτοδιάθεση • (aftodiáthesi) f (usually uncountable, plural αυτοδιαθέσεις)
Declension
[edit]Declension of αυτοδιάθεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αυτοδιάθεση • | αυτοδιαθέσεις • | |
genitive | αυτοδιάθεσης • | αυτοδιαθέσεων • | |
accusative | αυτοδιάθεση • | αυτοδιαθέσεις • | |
vocative | αυτοδιάθεση • | αυτοδιαθέσεις • | |
Older or formal genitive singular: αυτοδιαθέσεως • |
Related terms
[edit]- διάθεση f (diáthesi, “disposal, mood”)
Further reading
[edit]- Εθνική αυτοδιάθεση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- “αυτοδιάθεση”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language