Jump to content

αυστηρότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αὐστηρότης (austērótēs), equivalent to αυστηρός (afstirós, strict) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

αυστηρότητα (afstirótitaf (plural αυστηρότητες)

  1. severity, strictness
  2. austerity

Declension

[edit]
Declension of αυστηρότητα
singular plural
nominative αυστηρότητα (afstirótita) αυστηρότητες (afstirótites)
genitive αυστηρότητας (afstirótitas) αυστηροτήτων (afstirotíton)
accusative αυστηρότητα (afstirótita) αυστηρότητες (afstirótites)
vocative αυστηρότητα (afstirótita) αυστηρότητες (afstirótites)
[edit]