Jump to content

αυστηρός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αὐστηρός (austērós).

Adjective

[edit]

αυστηρός (afstirósm (feminine αυστηρή or αυστηρά, neuter αυστηρό)

  1. strict, severe, harsh
  2. austere

Declension

[edit]
Declension of αυστηρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρός (afstirós) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηροί (afstiroí) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)
genitive αυστηρού (afstiroú) αυστηρής (afstirís)
αυστηράς (afstirás)
αυστηρού (afstiroú) αυστηρών (afstirón) αυστηρών (afstirón) αυστηρών (afstirón)
accusative αυστηρό (afstiró) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηρούς (afstiroús) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)
vocative αυστηρέ (afstiré) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηροί (afstiroí) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)

Notes: Those in are learned forms.
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυστηρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυστηρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρότερος (afstiróteros) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότεροι (afstiróteroi) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)
genitive αυστηρότερου (afstiróterou) αυστηρότερης (afstiróteris) αυστηρότερου (afstiróterou) αυστηρότερων (afstiróteron) αυστηρότερων (afstiróteron) αυστηρότερων (afstiróteron)
accusative αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότερους (afstiróterous) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)
vocative αυστηρότερε (afstirótere) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότεροι (afstiróteroi) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυστηρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρότατος (afstirótatos) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατοι (afstirótatoi) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)
genitive αυστηρότατου (afstirótatou) αυστηρότατης (afstirótatis) αυστηρότατου (afstirótatou) αυστηρότατων (afstirótaton) αυστηρότατων (afstirótaton) αυστηρότατων (afstirótaton)
accusative αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατους (afstirótatous) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)
vocative αυστηρότατε (afstirótate) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατοι (afstirótatoi) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)
[edit]