Jump to content

ατομικιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατομικιστικός (atomikistikósm (feminine ατομικιστική, neuter ατομικιστικό)

  1. individualistic, self-centred (UK), self-centered (US)
  2. atomistic

Declension

[edit]
Declension of ατομικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατομικιστικός (atomikistikós) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικοί (atomikistikoí) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
genitive ατομικιστικού (atomikistikoú) ατομικιστικής (atomikistikís) ατομικιστικού (atomikistikoú) ατομικιστικών (atomikistikón) ατομικιστικών (atomikistikón) ατομικιστικών (atomikistikón)
accusative ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικούς (atomikistikoús) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
vocative ατομικιστικέ (atomikistiké) ατομικιστική (atomikistikí) ατομικιστικό (atomikistikó) ατομικιστικοί (atomikistikoí) ατομικιστικές (atomikistikés) ατομικιστικά (atomikistiká)
[edit]
  • see: άτομο n (átomo, individual, atom)

Further reading

[edit]