Jump to content

ατομικίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ατομικίστρια (atomikístriaf (plural ατομικίστριες, masculine ατομικιστής)

  1. individualist

Declension

[edit]
Declension of ατομικίστρια
singular plural
nominative ατομικίστρια (atomikístria) ατομικίστριες (atomikístries)
genitive ατομικίστριας (atomikístrias) ατομικιστριών (atomikistrión)
accusative ατομικίστρια (atomikístria) ατομικίστριες (atomikístries)
vocative ατομικίστρια (atomikístria) ατομικίστριες (atomikístries)
[edit]
  • see: άτομο n (átomo, individual, atom)