ατλαντικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek Ἀτλαντικός (Atlantikós, Atlas)

Adjective

[edit]

ατλαντικός (atlantikósm (feminine ατλαντική, neuter ατλαντικό)

  1. (geography) Atlantic
    ατλαντική συμμαχίαatlantikí symmachíaAtlantic alliance

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατλαντικός (atlantikós) ατλαντική (atlantikí) ατλαντικό (atlantikó) ατλαντικοί (atlantikoí) ατλαντικές (atlantikés) ατλαντικά (atlantiká)
genitive ατλαντικού (atlantikoú) ατλαντικής (atlantikís) ατλαντικού (atlantikoú) ατλαντικών (atlantikón) ατλαντικών (atlantikón) ατλαντικών (atlantikón)
accusative ατλαντικό (atlantikó) ατλαντική (atlantikí) ατλαντικό (atlantikó) ατλαντικούς (atlantikoús) ατλαντικές (atlantikés) ατλαντικά (atlantiká)
vocative ατλαντικέ (atlantiké) ατλαντική (atlantikí) ατλαντικό (atlantikó) ατλαντικοί (atlantikoí) ατλαντικές (atlantikés) ατλαντικά (atlantiká)
[edit]

Further reading

[edit]