Ατλαντικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ατλαντικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek Ἀτλαντικός (Atlantikós, “Atlas”)
Proper noun
[edit]Ατλαντικός • (Atlantikós) m (uncountable)
- (geography) Atlantic, Atlantic Ocean
- Synonym: Ατλαντικός Ωκεανός (Atlantikós Okeanós)
Declension
[edit]Declension of Ατλαντικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ατλαντικός • | Ατλαντικοί • |
genitive | Ατλαντικού • | Ατλαντικών • |
accusative | Ατλαντικό • | Ατλαντικούς • |
vocative | Ατλαντικέ • | Ατλαντικοί • |
Related terms
[edit]- ατλαντικός (atlantikós, “Atlantic”, adjective)
Further reading
[edit]- Ατλαντικός Ωκεανός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- “Ατλαντικός”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language