Jump to content

αταχτοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ta.xtoˈpi.i.tos/
  • Hyphenation: α‧τα‧χτο‧ποί‧η‧τος

Adjective

[edit]

αταχτοποίητος (atachtopoíitosm (feminine αταχτοποίητη, neuter αταχτοποίητο)

  1. less formal form of ατακτοποίητος (ataktopoíitos) with colloquial χτ-

Declension

[edit]
Declension of αταχτοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αταχτοποίητος (atachtopoíitos) αταχτοποίητη (atachtopoíiti) αταχτοποίητο (atachtopoíito) αταχτοποίητοι (atachtopoíitoi) αταχτοποίητες (atachtopoíites) αταχτοποίητα (atachtopoíita)
genitive αταχτοποίητου (atachtopoíitou) αταχτοποίητης (atachtopoíitis) αταχτοποίητου (atachtopoíitou) αταχτοποίητων (atachtopoíiton) αταχτοποίητων (atachtopoíiton) αταχτοποίητων (atachtopoíiton)
accusative αταχτοποίητο (atachtopoíito) αταχτοποίητη (atachtopoíiti) αταχτοποίητο (atachtopoíito) αταχτοποίητους (atachtopoíitous) αταχτοποίητες (atachtopoíites) αταχτοποίητα (atachtopoíita)
vocative αταχτοποίητε (atachtopoíite) αταχτοποίητη (atachtopoíiti) αταχτοποίητο (atachtopoíito) αταχτοποίητοι (atachtopoíitoi) αταχτοποίητες (atachtopoíites) αταχτοποίητα (atachtopoíita)